νιπτῆρες

νιπτῆρες
νιπτήρ
washing-vessel
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκουτιγγέρα — και σκουτιγκέρα, η, Ν ζωολ. γένος χειλόποδων μυριαπόδων τής τάξης σκουτιγκερόμορφα, που χαρακτηρίζονται από τα πολύ επιμήκη άκρα τους και απαντούν στα θερμά και εύκρατα κλίματα, όπου βρίσκουν καταφύγιο στα πιο υγρά σημεία τού σπιτιού, λ.χ.… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”